μάντισσα

μάντισσα
η (AM μάντισσα)
βλ. μάντης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γόρδιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ωςοικιστής της αρχαίας Φρυγίας. Κατά την παράδοση, ήταν φτωχός γεωργός που, καθώς καλλιεργούσε τον αγρό του, είδε να κάθεται πάνω στο άροτρό του ένας αετός. Μια νέα μάντισσα της Τελμησσού τον παρακίνησε να… …   Dictionary of Greek

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Πιατσέτα, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piazzetta, Βενετία 1682 1754). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Βενετία, κοντά στον Αντόνιο Μολινάρι και από το 1703 μέχρι το 1711 στη Μπολόνια, κοντά στον Τζουζέπε Μαρία Κρέσπι. Ύστερα επέστρεψε στη Βενετία όπου και παράμεινε μέχρι τον θάνατό του …   Dictionary of Greek

  • Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… …   Dictionary of Greek

  • αστρομάντης — ο (θηλ. μάντισσα, η) (AM ἀστρόμαντις, ο, η) αυτός που προλέγει τα μέλλοντα με την παρατήρηση των άστρων, ο αστρολόγος …   Dictionary of Greek

  • ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • φοιβάς — άδος, ἡ, ΜΑ μσν. φοιβάς (ενν. τέχνη) η ιατρική αρχ. 1. ιέρεια τού Φοίβου 2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα 3. (με σημ. επιθ.) προφητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ερετρι άς)] …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”